- ξαναζητώ
- (Μ ξαναζητῶ, -άω)ζητώ κάτι πάλιμσν.1. διεκδικώ κάτι προβάλλοντας δικαιώματα ιδιοκτησίας2. κάνω πάλι λόγο για κάτι, πραγματεύομαι ξανά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναζητώ — (Α ἐπαναζητῶ, έω) ξαναζητώ … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
μεταζητώ — μεταζητῶ, έω (ΑM) ζητώ ξανά, ξαναζητώ … Dictionary of Greek